Ο Γεώργιος Δ. Λαμπάκης (1854-1914) υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές μορφές του 19ου και 20ού αιώνα, συνδυάζοντας πνευματική και πολιτιστική δράση με έντονη κοινωνική συνείδηση. Η ενασχόλησή του με την βυζαντινή και χριστιανική αρχαιολογία, καθώς και η αρθρογραφία του, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της έντονης αφοσίωσης του στην ελληνική πολιτιστική κληρονομιά.
Τα άρθρα του Λαμπάκη εκφράζουν τον θαυμασμό του για τα χριστιανικά μνημεία, αλλά και την απογοήτευση του για την αδιαφορία των αρμοδίων απέναντι στην προστασία τους. Οι γραφές του αποτελούν πολύτιμες πηγές για την κατανόηση της κατάστασης των μνημείων και της αντίληψης που είχε η κοινωνία της εποχής για την αξία τους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως, ως Βυζαντινολόγος, ο Λαμπάκης δεν περιοριζόταν μόνο στη διάσωση και καταγραφή του παρελθόντος, αλλά συνδύαζε την έρευνά του με έναν επαναστατικό για την εποχή του προβληματισμό: την ανάγκη σύνδεσης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Το άρθρο του με τίτλο “Η Μονή Καισαριανής και την Κυλλοῦ Πἠρα τῶν ἀρχαἰων”, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δελτίον Της Εβδομάδας στις 13 Μαΐου 1884, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του έργου του. Στο συγκεκριμένο άρθρο, ο Λαμπάκης αναφέρεται στην κατάσταση της Μονής Καισαριανής, ενός από τα σημαντικά χριστιανικά μνημεία της Αθήνας, και εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι παλαιότεροι πολιτιστικοί δεσμοί της περιοχής συνδέονται με τη νέα, νεοελληνική πραγματικότητα.
Η προσοχή του Λαμπάκη στα αρχαία ελληνικά μνημεία και η σύνδεση αυτών με τα χριστιανικά κειμήλια αντικατοπτρίζει την προσπάθειά του να ενισχύσει τη σχέση του ελληνισμού με το παρελθόν του, αλλά και να καταδείξει τη σημασία της διατήρησης αυτής της κληρονομιάς για τις μελλοντικές γενιές. Παράλληλα, με τη γραφή του, προειδοποιούσε για τους κινδύνους της αδιαφορίας και της εγκατάλειψης που απειλούσαν τα μνημεία, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για συστηματική προστασία και έρευνα.
Ο Λαμπάκης ήταν όχι μόνο ένας γνώστης του ελληνικού πνεύματος και των ιστορικών αξιών, αλλά και ένας ένθερμος υπερασπιστής τους, αποδεικνύοντας με το έργο του τη σημασία της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς ως μέρος της συλλογικής ταυτότητας του ελληνικού λαού.
“Η Μονή Καισαριανής και η Κυλλοῦ Πὴρα των αρχαίων”
Η Μονή Καισαριανής είναι ένας ιστορικός και πολιτιστικός θησαυρός που συνδέεται βαθιά με την αρχαία και βυζαντινή κληρονομιά της περιοχής. Βρίσκεται στους πρόποδες του Υμηττού, σε μια εξαιρετική τοποθεσία, περιτριγυρισμένη από το καταπράσινο δάσος, και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Αθήνας.
Η ιστορία της Μονής Καισαριανής έχει ενδιαφέρον για πολλούς λόγους. Σύμφωνα με την παράδοση, στο σημείο που βρίσκεται η μονή, υπήρχε αρχικά ναός αφιερωμένος στην Αφροδίτη. Η θεά του έρωτα και της ομορφιάς ήταν ιδιαίτερα τιμώμενη στην περιοχή, και η πηγή που υπήρχε κοντά στον ναό, η γνωστή Κυλλοῦ Πἠρα ή Κυλλουπήρα, είχε φήμη ως θαυματουργή. Το νερό της πηγής θεωρούνταν ότι βοηθούσε στην τεκνοποίηση, και είχε επίσης τη φήμη ότι ήταν συνδεδεμένο με τον ποταμό Ηριδανό, τα νερά του οποίου, κατά την παράδοση, έφταναν στον Ιλισσό.

Η μετατροπή του χώρου σε χριστιανικό κέντρο και η ανέγερση της Μονής Καισαριανής κατά τη βυζαντινή περίοδο, περίπου το 1100, αποτελεί απόδειξη της συνεχούς σύνδεσης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με τη νέα, χριστιανική πραγματικότητα. Η μονή, αφιερωμένη στην Θεοτόκο, ήταν και παραμένει σημαντικό θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, ενώ το καθολικό της, η κύρια εκκλησία της μονής, είναι το πιο διατηρημένο κομμάτι του συγκροτήματος και μαρτυρεί τη βυζαντινή αρχιτεκτονική.
Η παραδοσιακή σύνδεση της πηγής Κυλλουπήρας με το θαύμα της τεκνοποίησης προσδίδει στην περιοχή μια μαγική ατμόσφαιρα και συμβολίζει την ένωση της αρχαίας θρησκείας με τη χριστιανική πίστη. Το γεγονός ότι αυτή η παράδοση συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ενισχύει τη διαχρονική αξία του χώρου ως σημείο λατρείας και πολιτιστικής μνήμης.
Η Μονή Καισαριανής, λοιπόν, δεν είναι μόνο ένα βυζαντινό μνημείο, αλλά και ένας τόπος με ιστορικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές παραδόσεις που συνεχίζουν να εντυπωσιάζουν και να εμπνέουν τους επισκέπτες της.
Τοποθεσία της πηγής
Σε αυτό το σημείο υπάρχει μια διαφωνία για την τοποθεσία την πηγής. Κάποιοι υποστήριζαν πως η Κυλλοῦ Πἠρα των αρχαίων είναι πίσω από την Μονή, η γνωστή βρύση με μαρμάρινο κριό. Ο Γεώργιος Λαμπάκης , όμως στηρίζει πως η πηγή βρίσκεται 4 -5 λεπτά νοτιότερα της μονής μέσα σε ένα ερημοκλήσι, γνωστή με το όνομα αγίασμα. Δίνει τρία επιχειρήματα για να στηρίξει την άποψη αυτή. Πρώτον, η πηγή αυτή από τους αρχαίους χρόνους ονομαζόταν ιερή πηγή, ως μοναδική πηγή που μπορούσαν να προμηθευτούν νερό. Δεύτερον, η ακριβής εξέταση ως προς την όψη δείχνει πως είναι έργο αρχαίας τέχνης και τρίτον, ούτε η Καλοπούλα ούτε η βρύση είναι πηγή. Για την μεν Καλοπούλα θεωρεί πως πρόκειται για ένα σύγχρονο υδραγωγείο και την δε βρύση είναι έργο νεότερης τέχνης.
Η πηγή του αγιάσματος είναι περίπου 1,5 μέτρου βάθους και 1 πλάτους.
Αναφέρεται πως τις ημέρες της αναλήψεως στην πηγή έψαλλαν αγιασμός ενώ ο κόσμος πίστευε πως μόνο εκείνη την ημέρα έρεε νερό από την πηγή.
Η παρουσία λειψάνων προχριστιανικής τέχνης στον περίβολο του ναού αποδεικνύει πως στο σημείο υπήρξε “Ναός Εθνικός”, όπως να φέρει ο Γ.Λ. στο άρθρο του. Απομεινάρια από κίονες Ιωνικού ρυθμού και πλίνθους αρχαίας τέχνης, μάρμαρα γύρω από τον ναό μαρτυρούν πως υπήρξε προχριστιανικός ναός.
Άγιος Ταξιάρχης και Άγιος Μάρκος
Λίγο πιο πέρα από την Μονή Καισαριανή, 8 -10 λεπτά προς τα δυτικά βρίσκονταν και εξακολουθούν, οι εκκλησία των Ταξιαρχών, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως κοιμητήριο της Μονής και η ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Μάρκου (αναφέρεται ως λατινική εκκλησία).

Στον περίβολο του ναού των Ταξιαρχών υπάρχουν διάφορα λείψανα αρχαίας τέχνης και τρία κιονόκρανα Ιωνικού ρυθμού.
Παρατηρεί δε πως πολλοί αρχαίοι ναοί χτισμένοι προς τιμήν μιας θεότητας μεταβλήθηκαν σε Χριστιανικούς ναούς.
Ονομασία Μονής Καισαριανής
Προς το τέλος του άρθρου ασχολείται με την ονομασία της Μονής. Μια πρώτη εκδοχή αναφέρει ότι ίσως η Μονή πήρε την ονομασία της από τον ηγούμενο Καισάριο, ο οποίος έδωσε τα κλειδιά της πόλης στον Μωάμεθ Β΄το 1458 και για να τιμήσουν την πίστη του στον κατακτητή του δόθηκε η Μονή, που έως τότε ήταν ερειπωμένη
Μια ακόμα εκδοχή αναφέρει πως υπήρξε εύρημα αλληλογραφίας χρονολογίας 1215 από το νησί Κω με αποστολέα τον Μιχαήλ Ακομινάτο προς τον Ηγούμενο της Μονής “τῶ Καθηγουμἐνω τῆς σεβασμίας Μονῆς τῆς Καισαριανῆς”.
Παρακάτω μπορείτε να δείτε ολόκληρο το άρθρο του Γ.Λαμπάκη
Δελτίον Της Εβδομάδος
13 Μαίου 1884