Γεώργιος Λαμπάκης (1854-1914), Βυζαντινολόγος
“Ο σκαπανέας της μελέτης και διαφύλαξης των χριστιανικών μνημείων στην Ελλάδα”
Ο Γεώργιος Δ. Λαμπάκης (Γ.Λ.) γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1854 στην Αθήνα, υιός του Δημητρίου Λαμπάκη και της Τήνιας Μαργαρίτας Πλατή/ύ, τρίτος από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας (Ιωάννης, Ελένη, Γεώργιος, Εμμανουήλ). Η μητέρα του, από οικογένεια που πιθανότατα είχε καταφύγει στο Μουντάδος της Τήνου μετά την καταστροφή της Χίου, είχε ανατραφεί στο περιβάλλον της Μονής Κεχροβουνίου και του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας της Τήνου
(ΠΙΙΕΤ), και μετέδωσε στα παιδιά της μια παράδοση ευσέβειας που σφράγισε τις επιλογές και την πορεία του Γ.Λ.
Τα ίχνη του πατέρα χάθηκαν σε αναζήτηση διεξόδων εργασίας, και η οικογένεια στηρίχτηκε αποκλειστικά στη μητέρα. Τη δύσκολη αυτή στιγμή αρωγός στη Μαργαρίτα Λαμπάκη ήρθε το οικείο τηνιακό περιβάλλον του της Μονής του Κεχροβουνίου και του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας.
Με υποτροφία του τελευταίου ο Γ.Λ. φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, ενώ με την προστασία του Ναυάρχου Κανάρη συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, στα Πανεπιστήμια Μονάχου, Λειψίας, Βερολίνου και Ερλάγγης. Από το τελευταίο έλαβε και τον τίτλο του διδάκτορος της Χριστιανικής Αρχαιολογίας, υποβάλλοντας διατριβή με θέμα τις χριστιανικές αρχαιότητες της Αττικής.
Επιστρέφοντας από τη Γερμανία, 29χρονος διδάκτορας, δημοσίευσε στην εφημερίδα «Αιών» (30.09.1883) το άρθρο: « Κατάστασις των παρ’ ημιν χριστιανικών αρχαιοτήτων », ανακινώντας ένα θέμα πρωτόγνωρο για την τότε ελληνική πραγματικότητα. Σε μικρό χρονικό διάσημα, στις 23 Δεκεμβρίου 1884, ιδρύθηκε η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία (ΧΑΕ) από μια ολιγάριθμη ομάδα λογίων και το 1885 τοποθετήθηκε και πρώτος Γενικός Έφορος Χριστιανικών Αρχαιοτήτων. Στη θέση αυτή ο Γ.Λ. παρέμεινε για ελάχιστο διάστημα καθώς σύντομα προσλήφθηκε ως ιδιαίτερος γραμματέας της Βασίλισσας Όλγας, η οποία και έθεσε την ΧΑΕ υπό την προστασία της.
Η θέση του βασιλικού γραμματέα άνοιξε για τον Γ.Λ. νέους ορίζοντες προσφέροντας δύο μεγάλες δυνατότητες: γνωριμίες και ελευθερία κινήσεων. Στις άμεσες αρμοδιότητες του βασιλικού γραμματέα ήταν και το φιλανθρωπικό έργο της βασίλισσας, που εκτεινόταν στα γεωγραφικά όρια όχι μόνο του ελεύθερου αλλά και του υπόδουλου ελληνισμού, και υποστηριζόταν από φορείς, συλλόγους και παράγοντες των τοπικών κοινωνιών. Μ’ αυτό τον τρόπο δόθηκε στον Γ.Λ. η ευκαιρία αλλεπάλληλων ταξιδιών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο και τη Μικρά Ασία, μια ευκαιρία που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον για να ερευνήσει μνημεία και κειμήλια, να διασώσει ή να αναδείξει ό,τι μπορούσε, και κυρίως να οργανώσει και να αφήσει πίσω του πυρήνες ανθρώπων με ενδιαφέρον και φροντίδα για τις χριστιανικές αρχαιότητες του τόπου τους.
Το υλικό που συγκεντρώθηκε εμπλούτισε το Χριστιανικό Αρχαιολογικό Μουσείο και Τέχνης το οποίο είχε ιδρύσει το 1884 και στο οποίο ήταν Διευθυντής. Το Χριστιανικό Αρχαιολογικό Μουσείο και Τέχνης υπήρξε ο πυρήνας του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών. Το 1890 προκλήθηκε η έκδοση δύο εγκυκλίων, μία της Ι. Συνόδου και μία του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών προς τους επισκόπους, ιερείς ηγουμένους και επιτρόπους προκειμένου να αποστείλουν στο Μουσείο παλαιά κειμήλια.
Ο Γ.Λ. « φιλάνθρωπος και ελεήμων, προστάτης πρόθυμος παντός έχοντος ανάγκην …. πιστός, τίμιος και αφοσιωμένος εκτελεστής των βουλών της Βασιλίσσης Όλγας », κατά τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ανέπτυξε και έντονη εθνική δραστηριότητα, κυρίως μέσα από τις περιοδείες του στις περιοχές του υπόδουλου ελληνισμού, και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε σχετικές ζυμώσεις, όπως π.χ. στην υποψηφιότητα του μετέπειτα εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου για το μητροπολιτικό θρόνο της Σμύρνης. Παραμένοντας πάνω απ’ όλα θεολόγος, ο Γ.Λ. προσπάθησε να συμβάλει και στο όραμα για τη χριστιανική ενότητα και ανέπτυξε σχέσεις με ετεροδόξους, κυρίως της Αγγλικανικής Εκκλησίας, την ένωση με την οποία υποστήριξε ένθερμα χωρίς να αποφύγει τις υπερβολές.
Το 1912 ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών η έδρα Βυζαντινής Τέχνης και Πολιτισμού. Από το πρώτο ενθουσιώδες δημοσίευμα του Γ.Λ., 29 χρόνια νωρίτερα, μια νέα γενιά αρχαιολόγων έχει ανατείλει. Για τη γενιά αυτή έχει παρατηρηθεί πως « τη χωρίζει με την προηγούμενη βαθιά τομή: η ανάπτυξη της ίδιας της επιστημονικής έρευνας για το Βυζάντιο ». Η ανάγκη για επιστημονική πλέον έρευνα θα υποσκελίσει την ενθουσιαστική Χριστιανική Αρχαιολογία του Γ.Λ. και ο ίδιος δεν θα κερδίσει την Πανεπιστημιακή θέση που πίστευε ότι του ανήκε δικαιωματικά. Πλήρης πικρίας πεθαίνει πρόωρα σε ηλικία 60 ετών στις 15.3.1914. Δέκα χρόνια νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1904, είχε παντρευτεί την Ευθαλία Δημητριάδη.
Ο Γ.Λ. άφησε πίσω του ένα εκπληκτικό σε όγκο έργο τεκμηρίωσης χριστιανικών μνημείων, με πλήθος φωτογραφιών, σχεδίων και δημοσιεύσεων, καθώς και μεγάλο αριθμό δημοσιευμάτων . Παράλληλα, στο αρχείο της Οικογένειας Λαμπάκη διασώζονται αρχειοθετημένα σημαντικά τμήματα των καταλοίπων του, που αποτελούν πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της χριστιανικής Αρχαιολογίας.
Νικόλαος Φύσσας, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Σημείωση: Το Αρχείο Οικογένειας Λαμπάκη, σας επιτρέπει να βλέπετε, να αντιγράφετε και να εκτυπώνετε υλικό το οποίο δημοσιεύεται σε αυτόν τον ιστότοπο, με την προϋπόθεση ότι το υλικό: (α) προορίζεται μόνο για προσωπική χρήση και όχι για εμπορικούς σκοπούς, (β) δεν αλλάζει ή μετατρέπεται κατ΄ οιονδήποτε τρόπο και (γ) διατηρεί καταφανώς όλα τα σήματα Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας (copyright) στην ίδια μορφή με το πρωτότυπο. Όλα τα περιεχόμενα του ιστοτόπου προστατεύονται από το ν. 2121/1993 περί Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Εκτός και αν δηλώνεται ρητά, κανένα τμήμα πληροφορίας από αυτόν τον ιστότοπο, δεν επιτρέπεται να αναπαραχθεί σε καμία μορφή ή με κανένα μέσο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια από το «Αρχείο Οικογένειας Λαμπάκη».